- βουκολική ποίηση
- Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς ειδύλλια. Η β.π. είναι συνυφασμένη με το γεωργικό στάδιο του ανθρώπινου πολιτισμού και υπήρξε γέννημα της ανώνυμης λαϊκής έμπνευσης. Διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε σε αυτόνομο λογοτεχνικό είδος από τους Έλληνες της Λακωνίας, και κυρίως της Σικελίας, όπου λατρευόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα η θεά Άρτεμη. Ο Αθήναιος αναφέρει ότι ο πρώτος που συνέθεσε βουκολισμούς ήταν ο Σικελιώτης βοσκός Δίομος, ενώ, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή που προέρχεται από τον Αιλιανό, ο πρώτος που χρησιμοποίησε βουκολικά θέματα στην έντεχνη ποίηση ήταν ο Σικελιώτης ποιητής Στησίχορος (640-555 π.Χ.), που έγραψε το ποίημα Δάφνις. Η β.π. έφτασε στη μεγάλη της ακμή με τον Θεόκριτο, που αποτέλεσε το πρότυπο του Βιργιλίου και πολλών άλλων σημαντικών Ευρωπαίων ποιητών που καλλιέργησαν το είδος αυτό. Ο Θεόκριτος (3ος αι. π.Χ.) είχε γεννηθεί στη Σικελία, όπου γνώρισε τη β.π. στη δημώδη της μορφή και έζησε από το 274 π.Χ. και μετά στην Αλεξάνδρεια, όπου η ποίηση αυτή είχε αντικαταστήσει την περίκομψη και εκφραστικά επιτηδευμένη λογοτεχνία της εποχής. Από το συνολικό έργο του Θεόκριτου διασώθηκαν μονάχα 30 ποιήματα, τα επονομαζόμενα ειδύλλια, τα οποία διακρίνονται για την απλότητα και αμεσότητα των νοημάτων τους και την απέριττα πλασμένη μορφή τους. Η τεχνοτροπία του Θεόκριτου καθόρισε το ποιητικό ύφος των μεταγενέστερων βουκολικών ποιητών, μεταξύ των οποίων σημαντική θέση κατέχουν ο Βίων και ο Μόσχος (2ος αι. π.Χ.), που έγραψαν κυρίως έργα ερωτικού περιεχομένου β.π., με έντονο ελεγειακό χαρακτήρα. Σταθμό στην πορεία εξέλιξης του είδους αποτέλεσε η ποίηση του μεγάλου Λατίνου ποιητή Βιργιλίου, ο οποίος με τις Εκλογές του εγκαινίασε μια αλληγορική μορφή έκφρασης και έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη λυρική μετάπλαση του θεματικού του υλικού. Αντιπροσωπευτικό δείγμα των καινοτομιών του αυτών συνιστά η τέταρτη ή μεσσιανική Εκλογή, η οποία αναφέρεται στην ειρήνη που θα επικρατήσει στον πολυτάραχο κόσμο με τον ερχομό ενός θαυμαστού παιδιού, το οποίο, από τους ερμηνευτές της περιόδου του Μεσαίωνα, ταυτίστηκε με τον Χριστό. Στην Αναγέννηση, ο πρώτος που ασχολήθηκε με τη β.π. ήταν ο Βοκάκιος (1313-1375), ο οποίος έγραψε το Ameto, όπου οι νύμφες της Φλωρεντίας αφηγούνται τις ερωτικές τους περιπέτειες σε πεζό λόγο και τελειώνουν με έμμετρο, καθώς και το Nimfale Fiesolano, όπου περιγράφονται σε οκτάστιχες στροφές οι έρωτες του βοσκού Άφρικο και της νύμφης Μενσόλας. Το 1502, ο Σανατζάρο κυκλοφόρησε το έργο του Αρκαδία, το οποίο περιέγραφε την αρχαία ποιμενική ζωή στην Αρκαδία, και ακολούθησαν η Αμίντα του Τάσο και ο Πιστός βοσκός του Μπατίστα Γκουαρίνι, που, αν και ήταν απομίμηση του έργου του προηγούμενου, άσκησε πολύ πιο μεγάλη επίδραση από αυτό. Το 1665, με αφορμή την εγκατάσταση στη Ρώμη της βασίλισσας της Σουηδίας Χριστίνας, ιδρύθηκε ο κύκλος της Αρκαδίας από διάφορους λόγιους και καλλιτέχνες που ήταν πολέμιοι της εξεζητημένης τέχνης του Μαρίνο (1569-1625) και θιασώτες της επικράτησης ενός φυσικού και απλού ύφους στην ποίηση. Το γεγονός αυτό σημάδεψε την καθιέρωση της λογοτεχνικής παράδοσης που είχε θεμελιωθεί από τον Βοκάκιο και τη βαθμιαία εξάπλωση του ειδυλλιακού ρεύματος σε ολόκληρη την Ιταλία. Στην Ισπανία, την ίδια εποχή, τα κυριότερα έργα βουκολικής λογοτεχνίας ήταν η Pastorale Castilliane του Βισέντε, οι Εκλογές του Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγκα, η Αρκαδία του Λόπε ντε Βέγκα, η Γαλάτεια του Θερβάντες και η Άρτεμη του Μοντεμαγιόρ, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία χάρη στην αδρή παραστατικότητα του λόγου του και στην κομψότητα του ύφους του. Στη Γαλλία, η β.π., αλλά και το αντίστοιχο θεατρικό είδος, αναπτύχθηκαν από τους ποιητές της Πλειάδας και από τον Ντ’ Ιρφέ, ο οποίος με το έργο του Αστρέας αναδείχτηκε ως ο σημαντικότερος εκφραστής του ειδυλλιακού ιδεώδους στη χώρα του. Ιδιαίτερη απήχηση βρήκε το σύνθημα της επανόδου στο αγροτικό πνεύμα της αρχαϊκής Ελλάδας και στην Αγγλία. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε πολλά λυρικά ποιήματα του Σαίξπηρ, του Κρίστοφερ Μάρλοου και άλλων, βρίσκουμε ειδυλλιακές γραφές ερώτων νεαρών ηρώων οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο της παράδοσης του Βίωνα και του Μόσχου. Οπωσδήποτε, όμως, ο σπουδαιότερος Άγγλος εκπρόσωπος της β.π. είναι ο Έντμοντ Σπένσερ (1552;-1599), ο οποίος μεταξύ άλλων έγραψε το Ημερολόγιο των βοσκών, που απαρτίζεται από 12 εκλογές, μία για κάθε μήνα του έτους, και διακρίνεται για την αρχαϊκή του γλώσσα και το αρχαϊκό του μέτρο, το Κόλιν Κλάουτς ξαναγύρισε σπίτι, που είναι γραμμένο σε μορφή διαλόγου και σε ύφος περισσότερο επικό παρά λυρικό, και το Επιθαλάμιο, που αποτελεί ένα από τα ωραιότερα ερωτικά ειδυλλιακά του ποιήματα. Η σπενσεριανή βουκολική παράδοση συνεχίστηκε τον 18ο αι., από τον Αλεξάντερ Πόουπ, τον Τζον Γκέι και τον Άλαν Ράμσεϊ και έσβησε για πάντα με την τελευταία μεγάλη βουκολική ελεγεία, την Αδωναΐδα (1821) του Σέλεϊ. Στη νεότερη Ελλάδα, επιδράσεις της ιταλικής ποιμενικής τραγικωμωδίας εντοπίζουμε στα έργα του Κρητικού θεάτρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στα έργα του Κρητικού θεάτρου είναι ο Γύπαρις, του οποίου η υπόθεση και η τεχνοτροπία μαρτυρούν τα ίχνη του Σανατσάρο, του Τάσο και του Γκουαρίνι. Πάντως, σε αντίθεση με τα ιταλικά πρότυπα, τα πρόσωπα του έργου ήταν σύγχρονα και έφεραν τα ονόματα Πανώρια, Φροσύνη, Γιαννούλης, Αλέξης κλπ. Πολλά ποιήματα με καθαρά βουκολικό περιεχόμενο συναντούμε στη δημοτική μας ποίηση, που χαρακτηρίζεται από τη φυσική και την πηγαία της ειλικρίνεια, την αφέλεια και τη σαφήνεια του ύφους της και την απέριττη στιχουργία της. Στη μεταγενέστερη έντεχνη λογοτεχνική παράδοση αξιόλογα δείγματα β.π. αποτελούν Ο θάνατος του βοσκού του Διονύσιου Σολωμού, το δραματικό ειδύλλιο του Δ. Κορομηλά Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας, Τα τραγούδια του χωριού και της στάνης του Κ. Κρυστάλλη, τα Ειδύλλια του Ν. Χαντζάρα και πολλά άλλα.
Dictionary of Greek. 2013.